Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(τῆς νομοθεσίας

  • 1 ελλιπες

        τό
        1) недостаток, нехватка
        

    (τινος Polyb.)

        2) недостаточность, неудовлетворительность
        3) неисполнение, неудача, провал
        

    (τῆς γνώμης Thuc.)

        4) недочет, пробел
        

    (τὰ ἐλλιπῆ ἐπιπλεῖν Arst. - v. l. ἐπιτελεῖν)

    Древнегреческо-русский словарь > ελλιπες

  • 2 οδος

        I.
         ὀδός
         атт. = οὐδός См. ουδος I
        II.
         ὁδός
        эп. тж. οὐδός ἥ
        1) путь, дорога
        

    (λαοφόρος, ἱππηλασίη Hom.; ἁμαξιτός Pind.; ὁ. εἰς ἄστυ Plat.)

        ἰέναι ἱρέν ὁδόν Her.идти священной (т.е. ведущей в Дельфы) дорогой;
        τὰς ὁδοὺς ποιεῖν Xen. или τέμνειν Thuc. — прокладывать дороги;
        ἥ εἰς Θήβας φέρουσα ὁ. Thuc. — дорога на Фивы;
        πρὸ ὁδοῦ Hom. (продвигаясь) все дальше;
        κατ΄ ὁδόν Her. — по дороге, в пути;
        κατὰ τέν ὁδόν Plat. — по пути, дорогой;
        ( иногда ὁ. лишьподразумевается) πορεύεσθαι τέν ἔξω τείχους Plat. идти по дороге вне (городской) стены

        2) улица
        3) русло, тж. течение, направление
        

    (ποταμοῦ Xen.)

        4) путь, движение, переход, поездка, путешествие
        

    ὁδοῦ κατάρχειν Soph. — отправиться в дорогу;

        τριήκοντα ἡμερέων ὁ. Her. — тридцатидневный путь;
        ὁδὸν ἥκειν или ἐξήκειν Soph. — вернуться из путешествия, прибыть;
        τῆς ὁδοῦ ὄντες NT. — идущие этим путем;
        τρίποδας ὁδοὺς στείχειν Soph. — ходить на трех ногах, т.е. опираясь на палку;
        τὰν νεάταν ὁδὸν στείχειν или τέν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βαίνειν Soph. — пройти последний путь, т.е. умереть

        5) перен. путь, метод, способ, средство
        

    (εὐπραγίας Pind.; βουλευμάτων Eur.; ἥ τετμημένη ὁ. τῆς νομοθεσίας Plat.)

        ὁδῷ, καθ΄ ὁδόν или τέν ὁδὸν ἔχων Plat. — по определенному методу, планомерно, методически, тж. надлежащим способом, здраво

    Древнегреческо-русский словарь > οδος

См. также в других словарях:

  • Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

  • Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… …   Dictionary of Greek

  • Μπένθαμ, Τζέρεμι — (Jeremy Bentham, Λονδίνο 1748 – 1832). Άγγλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, θεωρητικός του ωφελιμισμού. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επιδόθηκε στη δικηγορία, για να την εγκαταλείψει όμως γρήγορα, απογοητευμένος από… …   Dictionary of Greek

  • Δημητρακόπουλος, Νικόλαος — (Καρίταινα Γορτυνίας 1864 – Βιέννη 1921). Πολιτικός, νομομαθής και συγγραφέας. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρος στην Αθήνα. Το 1910 εξελέγη βουλευτής Αρκαδίας και συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση του Ελευθέριου… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»